Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Cantata profana

Cantata profana
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέροντας
που είχε εννέα γιούς.
Όμορφους και ρωμαλέους
γέννημα, θρέμμα.
Εννέα όμορφα, δυνατά παλληκάρια.
Καμία τέχνη δεν τους είχε μάθει,
ούτε πώς να εμπορεύονται ή να καλλιεργούν τη γη
ούτε να οργώνουν ή να σπέρνουν,
ούτε πώς να τιθασεύουν τ’ άλογα,
ούτε πώς να εκτρέφουν αγελάδες.
Μονάχα αυτό τους έμαθε:
σε λόφους και πεδιάδες να περιπλανιούνται,
κυνηγώντας το περήφανο ελάφι.
Μέσα στα δάση κυνηγώντας,
καθημερινή απειλή!
Οι εννέα γιοί, τα δυνατά αδέρφια,
μέσα στο δάσος τριγυρνώντας κυνηγούσαν.
Όλο και πιο μακρυά πηγαίναν,
συνέχεια κυνηγούσαν
κι ακόμα μακρύτερα, μέχρι που βαθιά
μέσα στο δάσος βρήκαν μια στοιχειωμένη γέφυρα.
Πανέμορφα ελάφια την είχαν διασχίσει,
χωρίς κανείς ποτέ να τα δει.
Δε γνώριζαν που βρισκόντουσαν
χαμένοι στις σκιές του δάσους,
όλοι μεταμορφώθηκαν σε ελάφια.
Λυγερόκορμα ελάφια, μαγεμένα βαδίζοντας το ένα
πίσω από το άλλο μέσα στο δάσος.
Κάποια στιγμή ο αγαπημένος πατέρας
δεν άντεξε άλλο.
Πήρε το όπλο του
και ξεκίνησε να τα βρει.
Τα εννέα όμορφα παιδιά του.
Περπάτησε μέχρι εκεί που
απλωνόταν η γέφυρα
Βρέθηκε εκεί απ’ όπου τα πανέμορφα ελάφια
την είχαν διασχίσει.
Εννέα μαγεμένα ελάφια είχαν περάσει από εκεί.
Χωρίς να χάσει χρόνο ακολούθησε τα ίχνη τους,
φτάνοντας επιτέλους σε μια δροσερή πηγή
Εννέα διαφορετικά ελάφια,
σκυμμένα, έπιναν νερό
-Ει, στράφηκε στον αρχηγό.
Τότε το μεγαλύτερο ελάφι απάντησε.
Από όλους τους γιούς ο πιο αγαπημένος,
μίλησε στον πατέρα του:
αγαπημένε πατέρα
μην σημαδεύεις τα παιδιά σου
αλλιώς τα κέρατά μας
θα πρέπει να σε διαπεράσουν, να σε τρυπήσουν,
να σε κτυπήσουν αλύπητα και να σε ρίξουν
συντρίβοντάς σε από κοιλάδα σε κοιλάδα,
από βράχο σε βράχο
κι από βουνό σε βουνό.
Θα σε χτυπήσουν, θα σε λειώσουν, θα σε σκίσουν
συντρίβοντάς σε από γκρεμό σε κρατήρα.
Η σάρκα σου θα λιώσει και τα κόκαλα σου θα
θα γίνουν σκόνη.
Τότε ο αγαπημένος πατέρας
κάλεσε τα παιδιά του
και κλαίγοντας, γεμάτος θλίψη
άρχισε να τα παρακαλεί:
ω, πολυαγαπημένα μου,
ακριβά μου παιδιά,
ελάτε, ω ελάτε
κι ακολουθήστε με στο σπίτι.
Ελάτε,
η γλυκιά μητέρα σας σάς περιμένει.
Ελάτε μαζί μου
παιδιά μου.
η μητέρα σας περιμένει ολομόναχη
γεμάτη αγάπη, γεμάτη θλίψη,
Παντέρημη.
Τα φανάρια σας περιμένουν αναμμένα,
τα τραπέζια στρωμένα.
Τα ποτήρια είναι γεμάτα.
Κι όπως τα ποτήρια στέκονται περιμένοντας,
έτσι στέκεται κι η μητέρα σας.
Όπως το κρασί ξεχειλίζει σ’ αυτά,
έτσι ξεχειλίζουν και τα μάτια της μάνας σας.
Για άλλη μια φορά ο αρχηγός,
το πιο αγαπημένο απ’ όλα τα παιδιά
μίλησε δυνατά κι απάντησε έτσι
στον πατέρα του:
αγαπημένε πατέρα,
γύρνα πίσω, ω, πήγαινε σπίτι,
στην έρημη,
αγαπημένη, γλυκιά μανούλα.
Εμείς όμως δεν μπορούμε να έρθουμε!
Δεν θα επιστρέψουμε ποτέ,
γιατί τα κέρατά μας
δε χωρούν να περάσουν από το κατώφλι.
Μόνο θα περπατάμε στα δάση.
Και τα λυγερά κορμιά μας
ποτέ σε ρούχα δεν θα ταιριάξουν.
Μόνη μας φορεσιά είναι ο άνεμος και ο ήλιος
Και τα καλλίγραμμα πόδια μας
ποτέ δεν θα ζεσταθούν μπροστά στο τζάκι.
Μονάχα θα περπατούν στα μουχλιασμένα φύλλα.
Και τα στόματά μας δεν θα ξαναπιούν
από κρυστάλλινα ποτήρια,
παρά μόνον από τις πηγές των βουνών.
Κάποτε ήταν ένας γέροντας
που είχε εννέα γιούς,
όμορφους και ρωμαλέους.
Καμία τέχνη δεν τους δίδαξε.
Ούτε πώς να εμπορεύονται ή πώς να καλλιεργούν τη γη,
παρά μόνον να τριγυρνούν
όπως εννέα κυνηγοί που γυρεύουν το θήραμά τους.
Και όλο και μακρύτερα,
ασταμάτητα περιπλανήθηκαν,
μέχρι που όλοι μεταμορφώθηκαν σε ελάφια,
εκεί, μέσα στις σκιές του δάσους.
Κι έτσι τα κέρατά τους
δε χωρούν να περάσουν το κατώφλι.
Μόνο να τριγυρνούν στο δάσος μπορούν.
Τα λυγερά κορμιά τους
ποτέ δεν θα φορέσουν ρούχα.
Μόνο τον άνεμο και τον ήλιο θα φορούν
Τα καλλίγραμμα πόδια τους
δεν θα ζεσταθούν ποτέ πια δίπλα στο τζάκι,
μόνο θα περπατούν πάνω στα μουχλιασμένα φύλλα.
Τα στόματά τους δεν θα ξαναπιούν ποτέ
από κρυστάλλινα ποτήρια,
παρά μόνον από τις δροσερές πηγές των βουνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου